περσικός

περσικός
Περσικός
slippers
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Περσικός — slippers masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσικός — (I) ή, ό / περσικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πέρσης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες 2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η περσική η περσική γλώσσα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περσικά η περσική γλώσσα 2. φρ. «περσική γλώσσα» γλωσσ …   Dictionary of Greek

  • περσικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή τους Πέρσες ή προέρχεται από την Περσία: Περσικά χαλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Περσικός κόλπος (ή Αραβικός κόλπος) — Μυχός της Αραβικής θάλασσας (Ινδικός ωκεανός), που ορίζεται από την περσική ακτή και από μια ευρεία δρεπανοειδή διαμόρφωση της αραβικής ακτής. Συγκοινωνεί στα Α μέσω του πορθμού Ορμούζ, με τον κόλπο του Ομάν και κατά συνέπεια με τον ανοιχτό… …   Dictionary of Greek

  • Περσικά — Περσικός slippers neut nom/voc/acc pl Περσικά̱ , Περσικός slippers fem nom/voc/acc dual Περσικά̱ , Περσικός slippers fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσικά — Περσικός slippers neut nom/voc/acc pl περσικά̱ , Περσικός slippers fem nom/voc/acc dual περσικά̱ , Περσικός slippers fem nom/voc sg (doric aeolic) περσικά̱ , περσική slippers fem nom/voc/acc dual περσικά̱ , περσική slippers fem nom/voc sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσικῶν — Περσικός slippers fem gen pl Περσικός slippers masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσικῶν — Περσικός slippers fem gen pl Περσικός slippers masc/neut gen pl περσική slippers fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσικόν — Περσικός slippers masc acc sg Περσικός slippers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσικόν — Περσικός slippers masc acc sg Περσικός slippers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”